προανακριτικός

προανακριτικός
-ή, -ό, Ν
αυτός που αναφέρεται στην προανάκριση («προανακριτική διαδικασία»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προανάκριση. Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στα Έγγραφα Βουλής Ελλήνων].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • προανακριτικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στην προανάκριση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”